λαγίνης

λαγίνης
λαγίνης, ὁ (Μ)
λαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. -ίνης (πρβλ. ελαφ-ίνης, μοσχ-ίνης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγίνα — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη νότια Καρία. Η Λ. είναι γνωστή εξαιτίας της ύπαρξης στην περιοχή της ενός ναού της Εκάτης (2ος 1ος αι. π.Χ.), του οποίου το γλυπτό διάζωμα βρίσκεται σήμερα στο μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Στο διάζωμα… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”